καμμύω

καμμύω
+ V 0-0-3-1-0=4 Is 6,10; 29,10; 33,15; Lam 3,45
to close the eyes; τοὺς ὀφθαλμούς αὐτῶν ἐκάμμυσαν they shut their eyes Is 6,10 *Lam 3,45 καμμύσαι με to close my eyes corr.? κάμψαι με to make me bow down-חחשׁ for MT סחי refuse, filth, cpr. Jb 9,13, or καμμύσαι to close the eyes corr.? λικμήσαι for MT סחי סחה to scrape off, to scatter, cpr. Ez 26,4
Cf. ALBREKTSON 1963, 157-158; →MM

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμμύω — (AM καμμύω) (επικ. και ποιητ. τ. αντί καταμύω) (μτβ.) κλείνω τα μάτια νεοελλ. μσν. (αμτβ.) μισοκλείνω τα βλέφαρα μσν. 1. μισοκοιμάμαι 2. μτφ. παραβλέπω, αδιαφορώ 3. φρ. «καμμύω τὰ δύο μου» πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα μύω, με αποκοπή της προθέσεως …   Dictionary of Greek

  • καμμύζω — (Μ) κλείνω τα μάτια, καμμύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμμύω κατά τα ρ. σε ζω] …   Dictionary of Greek

  • ακάμμυστος — η, ο (Α ἀκάμμυστος, ον) 1. αυτός που δεν κλείνει τα μάτια, άυπνος, άγρυπνος 2. (οφθαλμός) που δεν κλείνει, ανοιχτός, ακοίμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμμύω < καταμύω «κλείνω τα μάτια»] …   Dictionary of Greek

  • επικαμμύω — ἐπικαμμύω (Α) καμμύω, μισοκλείνω τα μάτια …   Dictionary of Greek

  • κάμμυσις — κάμμυσις, ἡ (Α) [καμμύω] αντί κατάμυσις* …   Dictionary of Greek

  • καμμυός — καμμυός, ά, όν (Μ) τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. καμμύων, τού ρ. καμμύω «κλείνω τα μάτια»] …   Dictionary of Greek

  • κανύζω — (Μ) κλείνω το μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. καμμύω / καμμύζω «κλείνω τα μάτια»] …   Dictionary of Greek

  • παρακαμμύω — Μ (αντί παρακαταμύω) βλέπω με την άκρη τού ματιού μου, λοξοκοιτάζω («μυωπιζόμενος μυωπάζων, παρακαμμύων», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καμμύω* «κλείνω τα μάτια»] …   Dictionary of Greek

  • ԽՆՈՒՄ — (խցի, խի՛ց.) NBH 1 0955 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 14c ն. ԽՆՈՒՄ φράσσω, ττω, ἑμφράττω sepio, munio, constipo βύω obturo, obstruo καμμύω claudo συνέχω contineo. որ եւ ԽՑԱՆԵԼ, ԽՑԵԼ. Փակել եւ պատել ամենայն մասմբք. Կափուցանել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿԱՓՈՒՑԱՆԵՄ — (փուցի, փո՛.) NBH 1 1079 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. καμμύω claudo συνέχω constringo διαπετάζω expando. Փակել. հափուցանել. խափուցանել. խփանել. պնդել. ʼի վերայ դնել առ ʼի ծածկել. արգելուլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”